- ἐλαχύνωτος
- ἐλᾰχύνωτος1 with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα. . 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ελαχύνωτος — ἐλαχύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει στενά νώτα … Dictionary of Greek
ἐλαχύνωτον — ἐλαχύνωτος short backed masc/fem acc sg ἐλαχύνωτος short backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)